πλαστευτής

πλαστευτής
πλασ-τευτής, οῦ, ,
A one who makes πλασταί, PFlor.226.11 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλαστελίνη — η, Ν βλ. πλαστιλίνη. πλαστευτής, ὁ, Α ο κατασκευαστής τειχών ή περιβόλων από πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστή «τείχος, περίβολος από πλίνθους» μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πλαστεύω] …   Dictionary of Greek

  • πλαστοποιός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει τείχη ή περιβόλους από πλίνθους, πλαστευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστή «τείχος ή περίβολος από πλίνθους» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”